Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Ιστορία του μπιλιάρδου



....Σύμφωνα με πρόσφατη στατιστική έρευνα περισσότεροι από 350.000 Έλληνες ασχολούνται σε εβδομαδιαία βάση με το μπιλιάρδο ερασιτεχνικά ενώ ο αντίστοιχος αριθμός σε όλο τον κόσμο είναι μεγαλύτερος των 100.000.000. 
Το μπιλιάρδο είναι από τα δημοφιλέστερα παιχνίδια στον κόσμο και παρουσιάζει συνεχώς αυξητικές τάσεις.
Ένα άθλημα που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα.
Είναι πλέον διεθνώς αποδεκτό ότι το μπιλιάρδο ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, όπου τα πρώτα ευρήματα έρχονται από το 600 π.Χ.
Σε μαρμάρινη σκαλιστή πλάκα που σήμερα βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών αναπαρίσταται παίκτης μπιλιάρδου, που βέβαια θυμίζει παίκτη του σημερινού χόκεϊ επί χόρτου περισσότερο από μπιλιάρδο, αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η ιστορία των δύο αθλημάτων στα βάθη των αιώνων διασταυρώθηκε.
Η εικόνα του μπιλιάρδου μέχρι των 11ο αιώνα ήταν ακριβώς αυτή που θύμιζε το χόκεϊ, δηλαδή ένας παίκτης όρθιος ο οποίος με το ξύλο προσπαθούσε με την μία μπάλα να χτυπήσει τις υπόλοιπες που βρίσκονταν στο έδαφος.
Υπήρξε στον Παρθενώνα ένας χώρος που τότε ονομαζόταν «σφαιρίστρα των αρρηφόρων» απΆ όπου βγήκε και τΆ όνομα σφαιριστήριο. Στην σφαιρίστρα των αρρηφόρων οι ιερείς της θεάς Αθηνάς, που ζούσαν εκεί όλο τον χρόνο και επί τρεις μήνες ύφαιναν το πέπλο της Αθηνάς, στις ελεύθερες ώρες τους εξασκούνταν στην σφαίριση. Σφαιριστής για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ο θαυματοποιός που εκτελούσε δεξιοτεχνικές ασκήσεις με σφαιρικά αντικείμενα.
Ιστορία και εξέλιξη.
Μέχρι τον 11ο περίπου αιώνα, το μπιλιάρδο παραμένει ως ένα σύμβολο πολιτισμού της αρχαίας Αθήνας, από κει και μετά, όπως και όλη η κουλτούρα της αρχαίας Αθήνας μεταφέρθηκε στην Ρώμη και από κει στην Κωνσταντινούπολη, την άλλη έδρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Στην Κωνσταντινούπολη έγινε πολύ δημοφιλές , κυρίως στον εκκλησιαστικό κύκλο όπου παίχτηκε πολύ στα μοναστήρια και στους εκκλησιαστικούς χώρους.
Το μπιλιάρδο, στην διάρκεια των αιώνων ήταν ο πατέρας πολλών αθλημάτων καθώς η αρχική του μορφή επέτρεπε διάφορες παραλλαγές οι οποίες στην συνέχεια δημιούργησαν διάφορα αθλήματα.
Στην Κωνσταντινούπολη μια διαφορετική μορφή του μπιλιάρδου, επικράτησε και ονομάστηκε «Τσιγγάνιο», ή πόλο όπως το λέμε σήμερα.
Η πραγματική έξαρση του μπιλιάρδου έγινε μετά τις πρώτες σταυροφορίες, όπου οι σταυροφόροι επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μέσω Βυζαντίου, αγάπησαν το παιχνίδι και το μετέφεραν στις χώρες τους. Εκεί παίχτηκε από τους Φράγκους, τους σημερινούς Γάλλους, αφού αυτοί ήταν ο κύριος όγκος των σταυροφοριών, ενώ συνεχίστηκε να παίζεται και από τους κληρικούς.
Υπήρξαν μερικές μεγάλες αλλαγές, μέσω των οποίων το μπιλιάρδο μεταφέρθηκε σιγά – σιγά σε τραπέζι (από το πάτωμα που παιζότανε μέχρι τότε) και ο λόγος ήταν ο εξής: Εκείνες τις εποχές οι επιδημίες μάστιζαν τον κόσμο. Έτσι ενώ το μπιλιάρδο στην αρχή παιζόταν στα λιβάδια με τις μπάλες να τρέχουν χωρίς περιορισμούς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, λόγω των επιδημιών ο κόσμος άρχισε να συνωστίζεται στις πόλεις προσπαθώντας νΆ αποφύγει κυρίως την πανώλη των ζώων.
Μέσα στα κάστρα δεν υπήρχαν οι μεγάλοι χώροι της υπαίθρου, έτσι και οι μπάλες δεν μπορούσαν να τρέχουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
¶ρχισαν λοιπόν να περιστοιχίζουν χώρους στο πάτωμα με κομμάτια από δέρμα και να παίζουν το παιχνίδι μέσα στους χώρους αυτούς. Σιγά – σιγά με την αύξηση του πληθυσμού αναγκάστηκαν να βάλουν το παιχνίδι μέσα σε δωμάτια και πάνω σε τραπέζια.
Τα πρώτα τραπέζια είχαν μήκος τρία μέτρα. Το πρώτο μπιλιάρδο σε μορφή τραπεζιού παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο. Στο μπιλιάρδο αυτό υπήρχε σχιστόλιθος, (ο σημερινός γραφίτης) , ενώ ντύθηκε με ύφασμα (σημερινή τσόχα), παράλληλα δε τοποθετήθηκαν και τοιχώματα γύρω – γύρω (σημερινές σπόντες).
Τα τοιχώματα αυτά ήταν δερμάτινα και παραγεμισμένα από τρίχες χαίτης αλόγου. Το μπιλιάρδο αυτό το έφτιαξε για τον Λουδοβίκο ο Χένρυ ντε βιν. Ταυτόχρονα ο απλός λαός, που είχε εθιστεί στο μπιλιάρδο εξακολουθούσε να το παίζει στο έδαφος.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το παιχνίδι έγινε η αγαπημένη ενασχόληση των αριστοκρατών αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν τραπέζι μπιλιάρδου.
Το 1500 η δημοτικότητα του σπορ ξεφεύγει από τους βασιλικούς κύκλους και περνά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά την διάρκεια όλου του αιώνα εξοπλίζονται με μπιλιάρδα όλες οι ταβέρνες και τα δημόσια κέντρα.
Στην Αγγλία το πρώτο πραγματικό τραπέζι μπιλιάρδου παρουσιάζεται το 1560 από τον Robert Dandley που ήταν ο ευνοούμενος του παλατιού. Το 1587 η βασίλισσα Mary της Σκωτίας λίγο πριν απαγχονιστεί παραπονέθηκε στον αρχιεπίσκοπο της Γλασκώβης ότι οι δεσμοφύλακες δεν την άφηναν να παίζει μπιλιάρδο.
Οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί του παιχνιδιού τυπώνονται το 1770 από τον Τσαρλς Κότον με το βιβλίο του «Ο πλήρης οδηγός των παιχνιδιών». Ο πρώτος και βασικός κανόνας (που ισχύει μέχρι και σήμερα) ήταν ο εξής: «κατά την διάρκεια της εκτέλεσης τουλάχιστον ένα πόδι του παίζοντα πρέπει νΆ ακουμπά στο έδαφος». Ο λόγος αυτού του κανονισμού ήταν απλός αλλά και αναγκαίος.
Οι κατασκευές των μπιλιάρδων τότε δεν ήταν καθόλου ανθεκτικές, έτσι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν κάποιος παίκτης ανέβαινε με τα δυό του πόδια στο μπιλιάρδο, το βάρος του να γκρέμιζε το τραπέζι. Επιπρόσθετοι κανονισμοί εκδίδονται από τον sir Χόϊλε το 1779.
Από τα ξύλα στις στέκες. Η τεχνική επανάσταση.
Σε όλη αυτή την περίοδο το μπιλιάρδο παίζεται κυρίως με ξύλα.
Μερικοί αριστοκράτες βέβαια είχαν την δυνατότητα να παραγγείλουν κάτι ακριβότερο, που όμως περιορίζονταν σε χρυσές επενδύσεις.
Η μόνη τεχνική εξέλιξη στις τότε στέκες ήταν ότι αυτές πλέον κατασκευάζονταν με το μπροστινό μέρος να είναι λεπτότερο από το πίσω. Μέχρι τότε οι καλοί παίκτες της εποχής μπορούσαν να χτυπήσουν την μπάλα μόνο στο κέντρο.
Το σημερινό φάλτσο ήταν αδιανόητο. Χαρακτηριστικό ήταν ότι μια παρτίδα μπιλιάρδου παιζόταν στις 15 καραμπόλες (ενώ σήμερα στις 400). Ένα τυχαίο γεγονός όμως τΆ άλλαξε όλα αυτά.
Ο Γάλλος Φρανσουά Μινγκό, έχοντας σπάσει το πόδι του χτύπησε τις μπάλες του μπιλιάρδου θέλοντας νΆ αστειευτεί με την πατερίτσα.
Έκπληκτος βλέπει την μπάλα που χτύπησε, μόλις αυτή χτύπησε μιαν άλλη να γυρίζει προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Έγινε εύκολα αντιληπτό ότι για το φάλτσο ευθυνόταν το δερμάτινο κομμάτι που βρισκόταν στο κάτω μέρος της πατερίτσας.
Ο κος Μινγκό λοιπόν αμέσως τυλίγει με δέρμα το κάτω μέρος της στέκας του και επιδίδεται σε χτυπήματα άγνωστα μέχρι τότε. Στην συνέχεια και ενώ βρίσκεται για πολιτικούς λόγους στην φυλακή, γράφει ένα βιβλίο με 40 καινούργιες καραμπόλες το οποίο εκδίδει μόλις αποφυλακίζεται.
Το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε τρεις φορές.
Μπιλιάρδο και επιστήμη.
Η ανακάλυψη του Μινγκό ήταν η επανάσταση.
Η αναγνώριση όμως προήλθε από τον Γάλλο Μαθηματικό Γκασπάρ Γκουστάβ Γκοργιολί, ο οποίος μέσα από μια μελέτη εκατοντάδων σελίδων το 1835 έκδωσε βιβλίο με τίτλο «Μαθηματικές θεωρίες και σχέση τους με το μπιλιάρδο» δίνοντας έτσι επιστημονικό προφίλ στο μπιλιάρδο.
Μετά την επιτυχία του βιβλίου πολλοί μαθηματικοί έγραψαν βιβλία συνδέοντας το μπιλιάρδο με τα μαθηματικά

Άρχισαν λοιπόν να περιστοιχίζουν χώρους στο πάτωμα με κομμάτια από δέρμα και να παίζουν το παιχνίδι μέσα στους χώρους αυτούς. Σιγά – σιγά με την αύξηση του πληθυσμού αναγκάστηκαν να βάλουν το παιχνίδι μέσα σε δωμάτια και πάνω σε τραπέζια.
Τα πρώτα τραπέζια είχαν μήκος τρία μέτρα. Το πρώτο μπιλιάρδο σε μορφή τραπεζιού παραγγέλθηκε από τον Λουδοβίκο τον 11ο. Στο μπιλιάρδο αυτό υπήρχε σχιστόλιθος, (ο σημερινός γραφίτης) , ενώ ντύθηκε με ύφασμα (σημερινή τσόχα), παράλληλα δε τοποθετήθηκαν και τοιχώματα γύρω – γύρω (σημερινές σπόντες).
Τα τοιχώματα αυτά ήταν δερμάτινα και παραγεμισμένα από τρίχες χαίτης αλόγου. Το μπιλιάρδο αυτό το έφτιαξε για τον Λουδοβίκο ο Χένρυ ντε βιν. Ταυτόχρονα ο απλός λαός, που είχε εθιστεί στο μπιλιάρδο εξακολουθούσε να το παίζει στο έδαφος.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το παιχνίδι έγινε η αγαπημένη ενασχόληση των αριστοκρατών αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για να αγοράσουν ή να κατασκευάσουν τραπέζι μπιλιάρδου.
Το 1500 η δημοτικότητα του σπορ ξεφεύγει από τους βασιλικούς κύκλους και περνά σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Κατά την διάρκεια όλου του αιώνα εξοπλίζονται με μπιλιάρδα όλες οι ταβέρνες και τα δημόσια κέντρα.
Στην Αγγλία το πρώτο πραγματικό τραπέζι μπιλιάρδου παρουσιάζεται το 1560 από τον Robert Dandley που ήταν ο ευνοούμενος του παλατιού. Το 1587 η βασίλισσα Mary της Σκωτίας λίγο πριν απαγχονιστεί παραπονέθηκε στον αρχιεπίσκοπο της Γλασκώβης ότι οι δεσμοφύλακες δεν την άφηναν να παίζει μπιλιάρδο.
Οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί του παιχνιδιού τυπώνονται το 1770 από τον Τσαρλς Κότον με το βιβλίο του «Ο πλήρης οδηγός των παιχνιδιών». Ο πρώτος και βασικός κανόνας (που ισχύει μέχρι και σήμερα) ήταν ο εξής: «κατά την διάρκεια της εκτέλεσης τουλάχιστον ένα πόδι του παίζοντα πρέπει νά ακουμπά στο έδαφος». Ο λόγος αυτού του κανονισμού ήταν απλός αλλά και αναγκαίος.
Οι κατασκευές των μπιλιάρδων τότε δεν ήταν καθόλου ανθεκτικές, έτσι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν κάποιος παίκτης ανέβαινε με τα δυό του πόδια στο μπιλιάρδο, το βάρος του να γκρέμιζε το τραπέζι. Επιπρόσθετοι κανονισμοί εκδίδονται από τον sir Χόϊλε το 1779.
Από τα ξύλα στις στέκες. Η τεχνική επανάσταση.
Σε όλη αυτή την περίοδο το μπιλιάρδο παίζεται κυρίως με ξύλα.
Μερικοί αριστοκράτες βέβαια είχαν την δυνατότητα να παραγγείλουν κάτι ακριβότερο, που όμως περιορίζονταν σε χρυσές επενδύσεις.
Η μόνη τεχνική εξέλιξη στις τότε στέκες ήταν ότι αυτές πλέον κατασκευάζονταν με το μπροστινό μέρος να είναι λεπτότερο από το πίσω. Μέχρι τότε οι καλοί παίκτες της εποχής μπορούσαν να χτυπήσουν την μπάλα μόνο στο κέντρο.
Το σημερινό φάλτσο ήταν αδιανόητο. Χαρακτηριστικό ήταν ότι μια παρτίδα μπιλιάρδου παιζόταν στις 15 καραμπόλες (ενώ σήμερα στις 400). Ένα τυχαίο γεγονός όμως τΆ άλλαξε όλα αυτά.
Ο Γάλλος Φρανσουά Μινγκό, έχοντας σπάσει το πόδι του χτύπησε τις μπάλες του μπιλιάρδου θέλοντας νΆ αστειευτεί με την πατερίτσα.
Έκπληκτος βλέπει την μπάλα που χτύπησε, μόλις αυτή χτύπησε μιαν άλλη να γυρίζει προς τα πίσω έχοντας πάρει φάλτσο. Έγινε εύκολα αντιληπτό ότι για το φάλτσο ευθυνόταν το δερμάτινο κομμάτι που βρισκόταν στο κάτω μέρος της πατερίτσας.
Ο κος Μινγκό λοιπόν αμέσως τυλίγει με δέρμα το κάτω μέρος της στέκας του και επιδίδεται σε χτυπήματα άγνωστα μέχρι τότε. Στην συνέχεια και ενώ βρίσκεται για πολιτικούς λόγους στην φυλακή, γράφει ένα βιβλίο με 40 καινούργιες καραμπόλες το οποίο εκδίδει μόλις αποφυλακίζεται.
Το βιβλίο εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε τρεις φορές.
Μπιλιάρδο και επιστήμη.
Η ανακάλυψη του Μινγκό ήταν η επανάσταση.
Η αναγνώριση όμως προήλθε από τον Γάλλο Μαθηματικό Γκασπάρ Γκουστάβ Γκοργιολί, ο οποίος μέσα από μια μελέτη εκατοντάδων σελίδων το 1835 έκδωσε βιβλίο με τίτλο «Μαθηματικές θεωρίες και σχέση τους με το μπιλιάρδο» δίνοντας έτσι επιστημονικό προφίλ στο μπιλιάρδο.
Μετά την επιτυχία του βιβλίου πολλοί μαθηματικοί έγραψαν βιβλία συνδέοντας το μπιλιάρδο με τα μαθηματικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου